δοκιμαστής

δοκιμαστής
ο (AM δοκιμαστής) [δοκιμάζω]
αυτός που δοκιμάζει, ελέγχει, εξετάζει
νεοελλ.
1. αυτός που γεύεται μικρή ποσότητα ποτών ή τροφίμων για να ελέγξει την ποιότητα
2. κολιμπρί τής τροπικής Αμερικής τής οικογένειας τών τροχιλιδών
μσν.
αυτός στον οποίο αναθέτουν τη συμφιλίωση, συμβιβαστής
αρχ.
1. αργυραμοιβός
2. αυτός που επιδοκιμάζει, εγκωμιάζει
3. δημόσιος υπάλληλος που ελέγχει το ακριβές ζύγισμα τών εμπορευμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δοκιμαστής — examiner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμαστῆς — δοκιμαστός approved fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμασταῖς — δοκιμαστής examiner masc dat pl δοκιμαστός approved fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμασταί — δοκιμαστής examiner masc nom/voc pl δοκιμαστός approved fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμαστοῦ — δοκιμαστής examiner masc gen sg δοκιμαστός approved masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμαστῇ — δοκιμαστής examiner masc dat sg (attic epic ionic) δοκιμαστός approved fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμαστήν — δοκιμαστής examiner masc acc sg (attic epic ionic) δοκιμαστός approved fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμαστά — δοκιμαστά̱ , δοκιμαστής examiner masc nom/voc/acc dual δοκιμαστής examiner masc voc sg δοκιμαστής examiner masc nom sg (epic) δοκιμαστός approved neut nom/voc/acc pl δοκιμαστά̱ , δοκιμαστός approved fem nom/voc/acc dual δοκιμαστά̱ , δοκιμαστός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • δοκιμαστάς — δοκιμαστά̱ς , δοκιμαστής examiner masc acc pl δοκιμαστά̱ς , δοκιμαστής examiner masc nom sg (epic doric aeolic) δοκιμαστά̱ς , δοκιμαστός approved fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”